μονοσυλλάβων

μονοσυλλάβων
μονοσύλλαβος
of one syllable
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έγκλιση — η (AM ἔγκλισις) 1. κλίση, το να γέρνει κάτι 2. γραμμ. α) «εγκλίσεις ρήματος» οι μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει πώς παρουσιάζεται η σημασία του β) «έγκλιση τόνου» η αποβολή τού τόνου μονοσύλλαβων ή δισύλλαβων λέξεων, ο αναβιβασμός του …   Dictionary of Greek

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • μονοσυλλαβισμός — Θεωρία περί της καταγωγής των γλωσσών, σύμφωνα με την οποία στην αρχική τους φάση οι ανθρώπινες γλώσσες αποτελούνταν από μονοσύλλαβα. Η πρώτη μνεία του μ. γίνεται στη Νέα Επιστήμη του Τζανμπατίστα Βίκο (17ος αι.) κατά τον οποίο, παρατηρώντας τη… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • ανατολικές γλώσσες — Οι γλώσσες των ασιατικών λαών. Χωρίζονται στις παρακάτω γλωσσικές ομοεθνίες: 1. Η ιαπετική ή ινδοευρωπαϊκή ή ινδογερμανική, στην οποία ανήκουν: α) η φρυγική και η αρχαία θρακική (νεκρές)· β) η αρμενική (αρχαία και νέα)· γ) η άρια ομάδα (ιρανική… …   Dictionary of Greek

  • Ηρωδιανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δάσκαλος της ρητορικής (2ος αι. π.Χ.). Ήταν συγγραφέας της πραγματείας Περί σχημάτων. Το έργο εκδόθηκε από τον Σπένγκελ στη συλλογή Έλληνες ρήτορες, χωρισμένο σε τρία άνισα μέρη. Στο πρώτο γίνεται λόγος για τα εν… …   Dictionary of Greek

  • έγκλιση — η 1. η κλίση, το γέρσιμο, η λοξότητα. 2. (γραμμ.) έγκλιση τόνου, το χάσιμο ή το ανέβασμα του τόνου των μονοσύλλαβων εγκλιτικών λέξεων (μου με μας, σου σε σας, τος τον τους, τη τες τα κτλ.) στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης: Φέρε μου τα δώρα σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”